- ἐμβόλιον
- ἐμβόλιονmissile dischargedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐμβολίοις — ἐμβόλιον missile discharged neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβόλια — ἐμβόλιον missile discharged neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Zwischenspiel — Zwischenspiel, teils auch Intermezzo (italienisch für Zwischenspiel, wörtlich Pause; auch Intermedio), im Bühnenjargon Lückenbüßer, nennt man Einschübe oder Überleitungen in den künstlerischen Medien. Sie sind teils eigenständige Formen, bis hin… … Deutsch Wikipedia
εμβόλιο — το (AM ἐμβόλιον) νεοελλ. 1. παρασκεύασμα που χορηγείται ενδομυϊκώς (με ένεση) ή από το στόμα για να προκαλέσει ανοσία προς ορισμένη νόσο ή για θεραπευτικούς σκοπούς 2. κλωνάρι δέντρου με οφθαλμούς, το οποίο χρησιμοποιείται για τον δενδροκομικό… … Dictionary of Greek
μπολιάζω — 1. κάνω εμβόλιο σε κάποιον, εμβολιάζω 2. εγκεντρίζω δένδρο 3. μεταδίδω μολυσματική νόσο σε κάποιον 4. μτφ. μεταφέρω και ενσωματώνω ένα στοιχείο σε άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐμβολιάζω < ἐμβόλιον, με σίγηση τού προτακτικού άτονου ε (για την προφορά… … Dictionary of Greek
Β, β — Το δεύτερο γράμμα και πρώτο σύμφωνο του ελληνικού αλφαβήτου. Το β ήταν το δεύτερο γράμμα του αρχικού σημιτικού αλφάβητου, από το οποίο προήλθαν τόσο τα σημιτικά αλφάβητα (συριακό, φοινικικό, εβραϊκό κλπ.), όσο και το φοινικικής ειδικότερα… … Dictionary of Greek